- ηβάσκω
- ἡβάσκω (Α)(εναρκτικό ρ. τού ηβώ)1. φθάνω στην εφηβική ηλικία, αρχίζω να μπαίνω στην εφηβεία («παῑς ἡβάσκων ἄρτι», Ξεν.)2. (για γυναίκες) φθάνω σε ηλικία γάμου3. αρχίζω να μπαίνω στην ανδρική ηλικία ή παρουσιάζω τα εξωτερικά χαρακτηριστικά ενός άνδρα4. μτφ. α) αρχίζω να κάνω κάτιβ) ακμάζω, βρίσκομαι σε ακμή («ἡμῑν ἡβάσκει πενίη», Ανθ.Παλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ηβ- τού ήβ-η / ηβ-ώ + κατάλ. εναρκτικών ρ. -ασκω (πρβλ. γελ-άσκω, γηρ-άσκω)].
Dictionary of Greek. 2013.